- μοίρα
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 41 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πάτρας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πατρέων.
* * *η (ΑΜ μοῑρα, Α ιων. γεν. -ης)1. τμήμα ενός συνόλου χωρισμένου σε μέρη, τεμάχιο, κομμάτι2. μερίδιο το οποίο αντιστοιχεί στον καθένα, μερτικό («μοῑραν καὶ γέρας ἐσθλὸν ἔχων ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν ἀσκηθής», Ομ. Οδ.)3. μερίδιο από πατρική κληρονομιά («νόμιμη μοίρα»)4. σεβασμός, υπόληψη, εκτίμηση5. το μερίδιο τού καθένα στη ζωή, τύχη, πεπρωμένο, ριζικό, γραφτό (α. «ήταν τής μοίρας μου να τόν γνωρίσω» β. «ας μη μού δώσει η μοίρα μου / εις ξένην γην τον τάφον», Κάλβ.γ. «ἐπὶ γὰρ τοι ἑκάστῳ μοῑραν ἔθηκαν ἀθάνατοι θνητοῑσι ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν», Ομ. Οδ.)6. (αστρον.-μαθημ.) μονάδα μέτρησης τών γωνιών και τής περιφέρειας τού κύκλου που ισοδυναμεί με το 1/360 τής περιφέρειας τού κύκλου (α. «τόξο εξήντα μοιρών» β. «τὸ δὲ ζῷδιον ἔχει δεκανοὺς τρεῑς μοίρας τριάκοντα, ἡ δὲ μοῑρα ἔχει λεπτὰ ἐξήκοντα», Δαμάσκ.)7. τμήμα στρατού8. ως κύριο όν. η Μοίραη θεά τού πεπρωμένου, η Ειμαρμένη, η οποία διανέμει στον καθένα το καλό ή κακό μερίδιο τής ζωής του (α. «και σαν τής πήρε φθονερή το ταίρι της η Μοίρα», Παλαμ.β. «τῷ δ' ὥς ποθι Μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ.)νεοελλ.1. στρ. (και στα τρία ὅπλα: στρατό ξηράς, πολεμικό ναυτικό, πολεμική αεροπορία) ομάδα πυροβόλων, αρμάτων, μεταφορικών οχημάτων, πλοίων ή αεροσκαφών τού ίδιου τύπου, συνήθως συγκροτημένη σε δύναμη με κοινή ανάλογη μάχιμη ή βοηθητική αποστολή («μοίρα καταδιωκτικών»)2. φρ. α) «δεν έχω στον ήλιο μοίρα»i) είμαι πολύ δυστυχισμένοςii) είμαι πολύ φτωχόςβ) «καλή μοίρα» — λέγεται ως ευχή σε ανύπαντρη κοπέλα προκειμένου να κάνει καλό γάμογ) «είναι τής μοίρας μου» — είναι γραφτό μου («είναι τής μοίρας μου να κάνω καλό και να βρίσκω κακό»)δ) «τό 'χει η μοίρα μου» — αυτό είναι το πεπρωμένο μουε) «θέτω ή έχω κάποιον ή κάτι σε ίση (ή σε καλύτερη, ή σε χειρότερη) μοίρα» — θεωρώ κάποιον ή κάτι ίσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας σε σύγκριση με κάποιον ή κάτι άλλοστ) «δεν ξέρει τα τρία κακά τής Μοίρας του» — είναι εντελώς αμαθής, έχει πλήρη άγνοιαζ) «Μοίρα τής αγάπης ή τού πόνου ή τού θανάτου» — θεά τής αγάπης, τού πόνου τού θανάτου («κι ειπέ μου τότε η Μοίρα τής Αγάπης», Ζερβ. Τραγ.)2. παροιμ. α) «κοιμήσου, ακαμάτρα μου (ή κοιμήσου χαϊδεμένη μου), κι η Μοίρα σου δουλεύει» — λέγεται γενικά για τους οκνηρούς ανθρώπους και ιδίως για τις τεμπέλες κοπέλεςμσν.1. (για τον Θεό) ουσία, υπόσταση2. δωρεά, χάρισμα3. στρατιωτικό τάγμα4. φρ. α) «γιὰ τὴν μοῑραν τοῡ Θεοῡ ή διὰ τὴν μοῑραν τοῡ Θεοῡ» — για το όνομα τού Θεούβ) «δίκαιη μοῑρα» — δικαιοσύνηγ) «μοῑρα τῆς ἀτυχίας» — ατυχίαδ) «μοῑρα τῶν ἐπτωχῶν» — φτωχοίε) «δίνω μοῑραν»i) μοιράζωii) περνώ ένα χρονικό διάστημαστ) «δίνω τοῡ Χριστοῡ τὴν μοῑρα» — κάνω ελεημοσύνηζ) «ἔχω μοῑρα» — είμαι τυχερόςη) «ἔχω μοῑραν ἐκ κάποιον» — ανήκω σε κάποιονθ) «ἔχω μοῑρα εἰς (ή σὲ) κάποιον» — σχετίζομαι, συνδέομαι, είμαι οικείος με κάποιον1) «λαμβάνω θανατηφόρον μοῑραν» — θανατώνομαι, πεθαίνω5. (η αιτ. ως επίρρ.) μοῑρανκατά ένα μέροςμσν.-αρχ.η ορισμένη για τον άνθρωπο μοίρα, ο θάνατος («θάνατος καὶ μοῑρα», Ομ. Οδ.)αρχ.1. τμήμα γης2. περιοχή πόλης ή περιφέρεια χώρας στην οποία κατοικεί κανείς, τόπος διαμονής («ἡ γὰρ πόλις οἰκεῑται κατὰ τὴν ἰδίαν ἑκάστου μοῑραν φυλαττομένη», Λυκούργ.)3. (κατ' επέκτ.) χώρα4. τμήμα λαού, μέρος πληθυσμού5. πολιτικό κόμμα («τὸν δῆμον πρὸς τὴν ἑαυτοῡ μοῑραν προσεθήκατο», Ηρόδ.)6. (για φαγητό) μερίδα7. (γενικά) τμήμα, μέρος8. αφορμή ή αιτία θανάτου9. φρ. α) «κατὰ μοῑραν» — όπως ταιριάζει, όπως πρέπειβ) «παρὰ μοῑραν» — όχι όπως πρέπει ή όχι όπως είναι σωστόγ) «ἔχει μοῑραν» — είναι πρέπον και δίκαιο, είναι ορθόδ) «μοῑρα φρενῶν» — οι φρένες, ο νουςε) «μοῑρα ἀγαθοῡ» — το αγαθό («ἐν τῇ τοῡ ἀγαθοῡ μοῑρᾳ ἐκεῑνό ἐστι», Πλάτ.)στ) «μοῑρα πολεμίου» — η ιδιότητα τού εχθρούζ) «νόστοιο μοῑρα» — ο νόστοςη) «παιδιᾱς μοῑρα» — η παιδιάθ) «φαρμάκου μοῑρα» — φάρμακο («ἀλλ' ὡς ἐν φαρμάκου μοίρᾳ τοῡτο ποιητέον ἐστί», Πλούτ.)ι) «προσθήκης μοῑρα» — προσθήκηια) «θεία μοῑρα» — το θείο, η θεία πρόνοιαιβ) «μοῑρα βιότοιο» — ο καθορισμένος αριθμός τών ετών τα οποία πρόκειται να ζήσει κανείςιγ) «θείᾳ μοίρᾳ» — κατά θεία πρόνοιαιδ) «ἀγαθᾳ μοίρᾳ» — κατά καλή τύχηιε) «πρὸ μοίρας» — πριν από τον καθορισμένο χρόνο τού θανάτουιστ) «θεοῡ μοῑρα» — το πεπρωμένοιζ) «τέσσαρας μοίρας ἔχω τινί» — είμαι αγαπητός σε κάποιον τέσσερεις φορές περισσότερο από έναν άλλο, είμαι πολύ αγαπητός σε κάποιον10. παροιμ. «ἡ μοῑρα τοῡ λέοντος» — η μερίδα τού λέοντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μορ-jα < θ. μορ- (ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. μερ- τού μείρομαι) + επίθημα -ja με επένθεση (βλ. μείρομαι)].ΠΑΡ. μοιράζω, μοιραίοςαρχ.μοιράδιος, μοιράς, μοιριαίος, μοιρίδιος, μοιρίς, μοιρώαρχ.-μσν.μοιρικόςμσν.μοιράφιον, μοιρίζωμσν.- νεοελλ.μοιράδι, μοιράσινεοελλ.μοιραίνω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μοιρογνωμόνιο(ν), μοιρολόγοςαρχ.μοιραγέτης, μοιρηγενής, μοιροθεσία, μοιρόκραντος, μοιρολόγχος, μοιρονόμοςαρχ.-μσν.μοιρογραφίαμσν.μοιράρχης, μοιρογράφος, μοιρογράφω, μοιροειμαρμένη, μοιροφόρητοςμσν.- νεοελλ.μοιρολόγι(ον)νεοελλ.μοίραρχος, μοιροκλώθω, μοιρολάτρης, μοιρονομία, μοιρονόμιο, μοιροχάρτι. (Β' συνθετικό) αμεμψίμοιρος, άμοιρος, δύσμοιρος, ισόμοιρος, κακόμοιρος, μεμψίμοιροςαρχ.αντίμοιρος, απόμοιρος, αυτόμοιρος, δίμοιρος, διπλασιεπιδίμοιρος, δυωδεκάμοιρος, έμμοιρος, εξηκοντάμοιρος, επίμοιρος, εύμοιρος, ηπιόμοιρος, θεόμοιρος, καρίμοιρος, μονόμοιρος, ολβιόμοιρος, πρόμοιρος, ταχύμοιρος, τετράμοιρος, τρίμοιρος, υπομεμψίμοιρος, ωκυμο(ι)ροςνεοελλ.βαριόμοιρος, κακόμοιρος, καλόμοιρος, μισοκακόμοιρος, ψωροκακόμοιρος].
Dictionary of Greek. 2013.